Αφρικανός ζωγράφος και γλύπτης από την Τανζανία.
Γεννήθηκε σε χωριό της χώρας και ανήκει στη φυλή Makonde.
Πήγε μόλις για 3 χρόνια στο Δημοτικό. Σε μεταγενέστερα έργα του επέστρεψε στις ευτυχισμένες αναμνήσεις της παιδικής του ηλικία στο χωριό.
Το 1970 εγκαταστάθηκε στην πρωτεύουσα Νταρ Ελ Σαλάμ, όπου ήταν ευκολότερο να πουλήσει τα χρωματιστά γλυπτά του και να ασχοληθεί με πιο σύγχρονες μορφές τέχνης.
Από το 1971 εργαζόταν ως νυχτοφύλακας σε πολιτιστικό κέντρο της πόλης. Αργότερα, το 1982, φιλοτέχνησε τις πόρτες του κέντρου αυτού, με ξυλόγλυπτες φιγούρες πνευμάτων. Όταν το κέντρο καταστράφηκε, οι πόρτες επισκευάστηκαν και αγοράστηκαν από Γερμανό συλλέκτη.
Στα 70ς άρχισε να ζωγραφίζει σε δέρματα ή σε batik.
Αρχικά δούλευε στο διαδεδομένο στιλ Tingatinga, αλλά σύντομα δημιούργησε δικό του ύφος.
Από το 1972 ασχολήθηκε κυρίως με τη ζωγραφική. Ανακαλύφτηκε από δυτικούς και το 1977 έκανε την πρώτη του έκθεση στη Νέα Υόρκη, ταξιδεύοντας έτσι για πρώτη φορά έξω από τη χώρα του.
Έγινε παγκοσμίως γνωστός και πήρε μέρος σε σημαντικές διεθνείς εκθέσεις σύγχρονης αφρικάνικης τέχνης.
Από το 1974 υπέφερε από διαβήτη, πράγμα που του δημιούργησε πολλά προβλήματα.
Στα τέλη των 90ς η υγεία του χειροτέρευσε και, όντως πολύ επιτυχημένος, προσέλαβε βοηθούς (αρκετοί από τους οποίους ήταν συγγενείς του), οι οποίοι εργάζονταν κάτω από τη στενή του επίβλεψη.
Από το 2000 μπορούσε να κινηθεί μόνο με καροτσάκι, καθώς του είχε αφαιρεθεί το ένα του πόδι, ενώ η δουλειά του περιορίστηκε σε μικρά έργα.
Το έργο του είναι πολύχρωμο και αποτελεί εξέλιξη της παραδοσιακής τέχνης των Makonde, στην οποία προσέδωσε πιο σύγχρονο ύφος. Είναι κατοικημένο από φανταστικά πλάσματα – πνεύματα, που στους Makonde είναι γνωστά ως shetani.
Απέκτησε πλήθος από μιμητές και μετά το θάνατο του αμφισβητείται η αυθεντικότητα έργων που πωλούνται ως δικά του.