Φλαμανδός ζωγράφος, χαράκτης και σχεδιαστής ταπισερί, που θεωρείται ο σημαντικότερος της φλαμανδικής ζωγραφικής του μπαρόκ μετά τους Rubens και Van Dyck.
Γεννήθηκε στην Αμβέρσα, όπου έμεινε σχεδόν σε όλη του τη ζωή.
Διδάχτηκε ζωγραφική από τον ζωγράφο Adam van Noort, ο οποίος ήταν δάσκαλος και του Rubens.
To 1616 μπήκε στη συντεχνία ζωγράφων της πόλης του και παντρεύτηκε την κόρη του δασκάλου του.
Γνώρισε σημαντική επιτυχία ως καλλιτέχνης και μετά τον θάνατο του Rubens το 1640 έγινε ο πιο επιτυχημένος ζωγράφος της πόλης, δεχόμενος παραγγγελίες και από βασιλιάδες του βορρά.
Δεν ταξίδεψε ποτέ στην Ιταλία για να μελετήσει τους καλλιτέχνες της Αναγέννησης, όπως συνηθιζόταν τότε – αν και μελετούσε όποτε μπορούσε έργα ιταλών που βρίσκονταν σε πόλεις του βορρά.
Γενικά λίγες φορές και για λίγο διάστημα απομακρύνθηκε από την πόλη του.
Τα έργα του είναι συνήθως πολυπρόσωπα.
Ζωγράφησε πορτρέτα, ιστορικά, θρησκευτικά, αλληγορικά και μυθολογικά θέματα, αλλά είναι κυρίως γνωστός για τις καθημερινές σκηνές, που αποδίδουν τη ζωή και το πνεύμα των φλαμανδών της εποχής.
Επίσης δημιούργησε σειρά από απεικόνιση παροιμιών, όπως παλιότερα είχε κάνει ο Bruegel.
Τα έργα του έχουν κάτι «βάρβαρο» και ωμά ρεαλιστικό.
Γενικά αδιαφορούσε για τα κλασικά ιδανικά και την αντίστοιχη πνευματικότητα που συμμερίζονταν άλλοι σύγχρονοί του καλλιτέχνες.