Έλληνας ζωγράφος, από τους πιο διακεκριμένους της γενιάς του.
Γεννήθηκε στον Πειραιά του οποίου το φως, τα νεοκλασικά, αλλά και οι φτωχές συνοικίες τον σημάδεψαν για όλη του τη ζωή.
Ζωγραφίζει από μικρός και το 1928 παρουσιάζει για πρώτη φορά έργο του στο "Άσυλο Τέχνης" του Νίκου Βέλμου.
Σπουδάζει μεταξύ 1928-1933 στην Καλών Τεχνών, όπου οι καθηγητές που τον επηρεάζουν περισσότερο είναι ο Παρθένης και ο Πικιώνη, ενώ μεταξύ 1930-1934 μυείται στη βυζαντινή τέχνη κοντά στον Κόντογλου.
Γνωρίζει και αγαπά βαθιά κάθε μορφή λαϊκής τέχνης (από υφαντά έως τον Καραγκιόζη και τον Θεόφιλο), ενώ το 1935-36 ζει στο Παρίσι, όπου μελετά τόσο την κλασική δυτική όσο και τη μοντέρνα και κάνει τη σημαντική γνωριμία του με τον Teriade.
Εκθέτει τόσο στην Ελλάδα όσο και έξω (Παρίσι κ.α.) και συμμετέχει στη Μπιενάλε Βενετίας του 1958 (με τους Μόραλη και Σώχο), ενώ για χρόνια συνεργάζεται με τις γκαλερί του Ιόλα.
Μεταξύ 1967-1983 ζει και πάλι στο Παρίσι (αρχικά λόγω της χούντας), ενώ το 1981 ιδρύει το Μουσείο Τσαρούχη στο Μαρούσι.
Σε όλη του τη ζωή ασχολήθηκε πολύ με τη σκηνογραφία (κυρίως τραγωδιών σε παραστάσεις των Κουν, Κακογιάννης κ.ά.), ενώ έχει σκηνοθετήσει θέατρο και ο ίδιος. Έγραψε αρκετά βιογραφικά και θεωρητικά βιβλία.
Μαζί με άλλους καλλιτέχνες (Πικιώνη, Κόντογλου κ.ά.) πρωτοστάτησε στην κυρίαρχη συζήτηση της εποχής για την ελληνικότητα στην τέχνη.
Τα βασικά θέματά του (αστικά τοπία, κυρίως με νεοκλασικά, και αντρικά πορτρέτα και γυμνά), εκτελεσμένα άλλοτε ρεαλιστικά και άλλοτε αφαιρετικά, εκφράζουν τόσο την αγάπη για την ελληνική λαϊκή παράδοση (συμπεριλαμβανομένης και της βυζαντινής) όσο και την ομοφυλόφιλη επιθυμία.