Νεοζηλανδή ιμπρεσιονίστρια ζωγράφος γεννημένη σε μικρή πόλη της χώρας.
Ο πατέρας της ήταν ο γνωστός στην εποχή του (λόγω των κατασκευών του) μηχανικός Charles O’ Connor.
Πήγε σχολείο στην Wellington και από το 1891 μορφώθηκε ιδιωτικά στο Perth.
Σπούδασε ζωγραφική στο Perth Technical School και στη συνέχεια στο Bushey της Βρετανίας.
Εργάστηκε για ένα διάστημα στο Σίντνεϊ και μετά στο Παρίσι, όπου έζησε από το 1907 ως το 1950, εκτός από τα χρόνια των πολέμων, που τα πέρασε στο Λονδίνο με μεγάλη φτώχεια.
Από το 1911 εξέθετε τακτικά στο Salon d’Automne και αλλού, αλλά και σε γκαλερί του Perth.
Όταν θέλησε να επιστρέψει για ένα διάστημα στην Αυστραλία το 1948, με μπαούλα γεμάτα με έργα της, αυτά κρατήθηκαν στην είσοδο και της επιβλήθηκε φόρος 20% της αξίας τους. Αναγκάστηκε να καταστρέψει 150 έργα και να πληρώσει για τα υπόλοιπα.
Τελικά επέστρεψε οριστικά στο Perth το 1955, αλλά απρόθυμα, καθώς της έλειπε το Παρίσι.
Ωστόσο η ζωγραφική της ήταν κάπως εκτός «μόδας» και δεν μπορούσε να ζήσει άλλο εκεί για οικονομικούς λόγους.
Στο Perth έζησε
με έναν «παρισινό τρόπο ζωής» και διέθετε κάτι σαν αέρα ανωτερότητας.
Μη θέλοντας μάλιστα να ταφεί στο χώμα της Αυστραλίας, θέλησε οι στάχτες της να σκορπιστούν στη θάλασσα.
Επηρεασμένη από τον ιμπρεσιονισμό, ζωγράφισε κυρίως σ’ αυτό το ύφος.
Αγαπημένο της θέμα είναι οι νεκρές φύσεις.