Πολωνός ζωγράφος, συγγραφέας, φιλόσοφος, θεωρητικός και φωτογράφος, γιος του ζωγράφου Stanislaw Witkievicz, με τον οποίο είχε κακές σχέσεις στο μεγαλύτερο μέρος της ζωής του.
Πολυσχιδής, ίδιαίτερος και εκκεντρικός, έζησε μυθιστορηματική ζωή και γι’ αυτό αξίζει μιας εκτενέστερης από τις συνήθεις αναφορά.
Γεννήθηκε στη Βαρσοβία και μεγάλωσε κυρίως στο οικογενειακό σπίτι στο Zakopane, μια ορεινή πόλη που αγαπούσε ο πατέρας του.
Λόγω της παροιμιώδους αντιπάθειας του τελευταίου προς την συμβατική εκπαίδευση εκπαιδεύτηκε ιδιωτικά στο σπίτι και του δόθηκε κάθε κίνητρο να αναπτύξει τα ταλέντα του σε ποικίλους τομείς.
Αντίθετα με τις επιθυμίες του πατέρα του γράφτηκε στην Ακαδημία Καλών Τεχνών της Κρακοβίας, όπου μεταξύ άλλων είχε δάσκαλο τον Stanislawski.
Από νέος είχε φίλους καλλιτέχνες και διανοούμενους, μεταξύ των οποίων ο συνθέτης Szymanowski και ο σημαντικός εθνολόγος Malinowski. Είχε επίσης μια θυελλώδη ερωτική σχέση με την διάσημη τότε ηθοποιό Irena Solska, στην οποία βασιζόταν η ηρωίδα του πρώτου του μυθιστορήματος.
Ταυτόχρονα ζωγράφιζε πορτρέτα οικείων του, αλλά και πολλές αυτοπροσωπογραφίες, ενώ έκανε και πολλά φωτογραφικά πορτρέτα.
Το 1914 περνά μια προσωπική κρίση λόγω της αυτοκτονίας της μνηστής του, για την οποία κατηγορούσε τον εαυτό του.
Μετά από πρόσκλησή του δέχεται να ακολουθήσει τον Malinowski μέσω Κεϋλάνης και Αυστραλίας στην ανθρωπολογική αποστολή στη Νέα Γουινέα, όπου ο εθνολόγος θα μελετούσε τους Παπούα. Η επιχείρηση διακόπηκε λόγω του ξεσπάσματος του πολέμου.
Συγκρούεται με τον Malinowski στην Αυστραλία, γυρίζει στην Αγία Πετρούπολη και κατατάσσεται ως αξιωματικός στον ρωσικό στρατό. Ο πατέρας του, που ήταν πατριώτης και εχθρός της Ρωσίας, πεθαίνει το 1915 δίχως να τον έχει συναντήσει για πολύ καιρό.
Πολλαπλή φωτογραφική αυτοπροσωπογραφία του με τη στολή του ρωσικού στρατού
Το 1916 τραυματίζεται σοβαρά, μεταφέρεται από το μέτωπο της Ουκρανίας στην Πετρούπολη, όπου παρακολουθεί την επανάσταση του 1917.
Ο ίδιος ισχυρίζεται ότι εκλέχτηκε πολιτικός κομισάριος στο σύνταγμά του, αλλά μεταγενέστερα γραπτά του δείχνουν ότι φοβόταν τόσο τη σοσιαλιστική επανάσταση όσο και μια πιθανή ξένη εισβολή στη χώρα του.
Επιστρέφει στο πολωνικό Zakopane και ζει κάνοντας πορτρέτα. Περνά ιδιαίτερα δημιουργική φάση, καθορίζει και γράφει τις αρχές του για την ζωγραφική και το θέατρο σε δύο βιβλία, γίνεται μέλος ομάδας καλλιτεχνών και γράφει ανάμεσα στο 1918-1925 γύρω στα 40 (!) θεατρικά έργα (σώζονται τα 21 και μόνο ένα γνωρίζει επιτυχία κατά τη διάρκεια της ζωής του).
Το 1925 υιοθετεί το ψευδώνυμο Witkasy. Λέγοντας ειρωνικά ότι «ο πελάτης πρέπει να είναι πάντα ικανοποιημένος» και αποκαλώντας τον εαυτό του «The S.I. Witkiewicz Portrait Painting Company”, φιλοτεχνεί δεκάδες πορτρέτα σε διαφορετικά στιλ (ρεαλιστικά, εξπρεσιονιστικά ή υπό την επήρεια ναρκωτικών).
Σε πολλά από τα έργα καταγράφει τις ουσίες που είχε πάρει όταν τα ζωγράφιζε, από απλό καφέ έως διάφορα ναρκωτικά. Επίσης χρησιμοποιεί πολλές παραλλαγές του ονόματος Witkasy.
Στα τέλη των 20ς γράφει 2 μυθιστορήματα, με σημαντικότερο το Insatiability, που εκδόθηκε το 1930. Το 1935 βραβεύεται από την Πολωνική Ακαδημία.
Στα 30ς γράφει φιλοσοφικά έργα και μια πραγματεία για τις εμπειρίες του από τα ναρκωτικά, μεταξύ των οποίων και το ψυχοτρόπο peyote, ενώ το 1934 γράφει το γνωστότερο θεατρικό του «Szewcy».
Αμέσως μετά τη γερμανική εισβολή του 1939 στην Πολωνία δραπετεύει με τη νεαρή ερωμένη του, παγιδεύεται στα σύνορα με τη Ρωσία και όταν η τελευταία εισβάλλει στην Πολωνία αυτοκτονεί με χάπια.
Οι συνθήκες της αυτοκτονίας είναι σκοτεινές και μετά τον πόλεμο κυκλοφορούν φήμες ότι μπορεί να είχε σκηνοθετήσει τον θάνατό του και να διέφυγε σε άγνωστο μέρος.
Με τα χρόνια η φήμη του μεγάλωσε: Τον θεωρούν πρωτοπόρο του μεταπολεμικού ευρωπαϊκού θεάτρου και από τα 50ς αρκετά έργα του έχουν ανέβει, ενώ έχουν γυριστεί ταινίες μυθοπλασίας ή ντοκιμαντέρ γι’ αυτόν.
Η ζωγραφική του δεν ανήκει σε ένα μόνο ύφος, αλλά κινείται σε ευρύ φάσμα, από ρεαλιστικά ή ατμοσφαιρικά τοπία έως σουρεαλιστικές, παραισθητικές συνθέσεις.
Το σώμα του μεταφέρθηκε μετά τον πόλεμο στο Zakopane, αλλά μια αυτοψία του 1994 έδειξε ότι το υποτιθέμενο φέρετρό του περιείχε τα οστά μια γυναίκας.
Μερικές από τις πολλές αυτοπροσωπογραφίες του (η μία φωτογραφική)