Αυστριακός χαράκτης, εικονογράφος και συγγραφέας.
Γεννήθηκε στη Βοημία, που τότε ανήκε στην αυστροουγγρική αυτοκρατορία. Μεταξύ 1892-96 μαθήτευσε στον φωτογράφο τοπίων Alois Beer.
Το 1896 έκανε απόπειρα αυτοκτονίας στον τάφο της μητέρας του, ενώ μια σύντομη θητεία στον αυστριακό στρατό κατέληξε σε νευρικό κλονισμό.
Από το 1898 άρχισε να σπουδάζει τέχνη, αρχικά κοντά σε ένα ζωγράφο και μετά στην Ακαδημία του Μονάχου, την οποία δεν τελείωσε ποτέ.
Εκεί ανακάλυψε το έργο του Redon, Munch, Ensor κ.ά. Η κύρια επιρροή του όμως ήταν ο Klinger.
Γενικά ήταν λάτρης της τέχνης του φανταστικού. Το ύφος του μιμείται την τεχνική της ακουατίντας, που είχαν χρησιμοποιήσει ο Goya και ο Klinger, αλλά τα δικά του σχέδια είναι κυρίως φτιαγμένα με μελάνια.
Η μοίρα της ανθρωπότητας
Μεταξύ 1902-10 έφτιαξε και μερικά λάδια, το κυρίως έργο του όμως αποτελείται από μελάνια, ακουαρέλες και λιθογραφίες.
Το 1911 σχετίστηκε για λίγο με την εξπρεσιονιστική ομάδα Μπλε Καβαλάρης (Kandinsky, Marc κ.ά.) και το 1913 εξέθεσε μαζί τους, αλλά στη συνέχεια δεν ασχολήθηκε ξανά με την πρωτοπορία.
Από το 1906 ως το θάνατό του έζησε σχεδόν απομονωμένος σε ένα σπίτι σε μικρή αυστριακή πόλη. Οι ναζί τον κατέταξαν στους «εκφυλισμένους καλλιτέχνες», αλλά κατάφερε να ζωγραφίζει και κατά τη διάρκεια του πολέμου.
Το 1908 εξέδωσε το μοναδικό του μυθιστόρημα «Η άλλη πλευρά», ένα κλειστοφοβικό βιβλίο που κινείται στο χώρο του φανταστικού και το οποίο θαύμαζε ο Kafka.
Μεταξύ άλλων εικονογράφησε έργα του Poe, του Hoffmann, του Ντοστογέφκσι – και το δικό του μυθιστόρημα, ενώ έφτιαχνε εικόνες για γερμανικό περιοδικό του φανταστικού.
Θεωρείται από τους βασικούς εκπροσώπους του συμβολισμού και του εξπρεσιονισμού.
Τα θέματά του είναι σκοτεινά, συχνά μακάβρια, μερικές φορές συμβολικά και πλημμυρισμένα από τέρατα και φαντάσματα.