Καναδός ζωγράφος και γλύπτης από το Κεμπέκ.
Πρώιμο έργο
Άρχισε μαθήματα
σχεδίου το 1933. Οι γονείς του υποστήριξαν την κλίση του προς την τέχνη.
Από το
1941 σπούδασε σε Πολυτεχνική σχολή του Μόντρεαλ μηχανική, αρχιτεκτονική και
φωτογραφία.
Στα 40ς ήταν μέλος της ομάδας Les Automatistes, που εξασκούσαν σουρεαλιστικές
τεχνικές.
Μετά το 1945 αρχίζει να πειραματίζεται με την αφηρημένη τέχνη.
Το 1947
εγκαθίσταται στο Παρίσι όπου συνδέεται σύντομα με στους σουρεαλιστές και κάνει
την πρώτη του ατομική το 1949.
Μετά από διαζύγιο σχετίστηκε με την επίσης αφηρημένη
ζωγράφο Joan
Mitchell και
επηρέασαν ο ένας τον άλλον. Η θυελλώδης και δύσκολη σχέση τους (και λόγω αλκοόλ)
τερματίστηκε το 1979.
Ήδη στα τέλη των 40ς είχε απομακρυνθεί από τον
σουρεαλισμό και ακολουθούσε τη λυρική αφαίρεση (συγγενής τάση με τον αφηρημένο
εξπρεσιονισμό).
Τα γνωστότερα έργα του φιλοτεχνήθηκαν στα 50ς, όπου εγκατέλειψε
τα πινέλα και δούλεψε αποκλειστικά με σπάτουλα, δημιουργώντας έργα που θυμίζουν
ψηφιδωτά και χαρακτηρίζονται από πάμπολλα ενωμένα, πολύχρωμα τετράγωνα και τρίγωνα.
Οι μεγάλου διατάσεων πίνακες γίνονται ανάγλυφοι λόγω της χρήσης μεγάλων
ποσοτήτων χρώματος.
Από το 1952 παίρνει μέρος σε σημαντικές εκθέσεις και
κερδίζει διακρίσεις. Το 1962 μάλιστα εκπροσώπησε τον Καναδά στη Μπιενάλε της Βενετίας.
Στα 60ς στράφηκε σε ακουαρέλες, χαρακτική, σχέδια με μελάνι σε χαρτί κ.ά., αλλά
και σε γλυπτικές εγκαταστάσεις.
Το 1972 επέστρεψε στο Κεμπέκ και δημιούργησε
γλυπτά.
Μερικά απ' αυτά, αλλά και ζωγραφικά έργα, ήταν επηρεασμένα από τις φόρμες των παγόβουνων.
Το 1981 έγινε μεγάλη
αναδρομική του έκθεση στο Pompidou
στο
Παρίσι. Στον φιλικό του κύκλο εκεί περιλαμβάνονταν οι Breton, Sam Francis και Beckett.
Από πολλούς θεωρείται ο
σημαντικότερος Καναδός καλλιτέχνης του 20ού αιώνα.